φλοιοβαρής

φλοιοβαρής
-ές, ΜΑ
(για δένδρα) αυτός που έχει βαρύ ή πολύ φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο-βαρής, νοσο-βαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλοιοβαρής — heavy with bark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιοβαρῆ — φλοιοβαρής heavy with bark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιοβαρής heavy with bark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιοβαρής heavy with bark masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”